ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΕΣΑΓΡΟΥ ΑΙΓΙΝΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΑ ΚΤΗΡΙΑ»
11 Ιανουαρίου 1828, « περί λύχνου αφάς» καταπλέει στον όρμο του Αγίου Βασιλείου στην Περιβόλα, που ήταν γνωστό αγκυροβόλιο από την αρχαιότητα, το αγγλικό πλοίο «Warspite», με 64 κανόνια. Το συνόδευαν το ψαριανό « Έκτωρ» με καπετάνιο τον Γιαννίτση, το γαλλικό « Ήρα» και το ρωσικό πλοίο «Ελένη». Ο Καποδίστριας είχε ήδη αποδεχτεί την απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης, που τον όριζε κυβερνήτη της Ελλάδας λέγοντας: «αγωνιώ να προγνωρίσω τι θέλω απογίνει και αν μου έχει ορισθεί να σηκώσω τον ουρανόθεν εις εμέ σταυρόν επικαταβαίνοντα με την ψήφον της Συνελεύσεως της Τροιζήνος…………
Η κάθοδός μου εις την Ελλάδα σημαίνει άνοδον εις τον Γολγοθά μου». Και ο Γολγοθάς ξεκινάει. Στην Αίγινα τον υποδέχεται και τον καλωσορίζει η Αντικυβερνητική Επιτροπή και πολλοί επίσημοι.
Την επόμενη ημέρα 12 Ιανουαρίου μία ολκάς αποβιβάζει τον Κυβερνήτη στην παλιά προβλήτα της Αίγινας. Το λιμάνι της Αίγινας στις αρχές του 19ου αιώνα είχε διαφορετική εικόνα και όψη από τη σημερινή. Το σχήμα του ήταν ωειδές, είχε στενή είσοδο, που την προστάτευαν δύο πύργοι και έκλεινε με αλυσίδα. Οι φίλοι αρχιτέκτονες του Κυβερνήτη Κλεάνθης, Schaubert και ο Χάου, αμερικανός γιατρός και φιλέλληνας, θα μετατρέψουν τον έναν πύργο, ο οποίος βρισκόταν στο χώρο του σημερινού Ν.Ο.Α σε μπούρτζι(φυλακές). Στη συνέχεια θα φτιάξουν το λιμενοβραχίονα, τον γνωστό ως αμερικανικό μώλο με πέτρες από το ναό της Αφροδίτης στην Κολώνα. Στο χώρο αυτό του λιμανιού, λέγεται πως ο Καποδίστριας, επειδή ήθελε οι Έλληνες να υιοθετήσουν νέες καλλιέργειες, όπως της πατάτας, γιατί έτσι θα τους εξασφαλίζονταν πλούσια θρεπτική και φτηνή τροφή, και επειδή οι Αιγινήτες αρνούνταν να υιοθετήσουν κάτι άγνωστο, σκέφτηκε κάτι πολύ έξυπνο: τοποθέτησε τις πατάτες σε ψηλό σωρό και έβαλε φρουρούς να τις επιτηρούν. Οι Αιγινήτες πίστεψαν πως περιφρουρούσαν κάτι πολύτιμο, έκλεψαν λοιπόν τον καρπό και έτσι άρχισε η καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα.
Ποια πόλη όμως αντίκρισε ο Καποδίστριας αποβιβαζόμενος; Η πόλη της Αίγινας από τον 8ο έως τον 10ο αιώνα είχε δεχτεί μεγάλες επιδρομές Σαρακηνών κουρσάρων, που υποχρέωσαν ένα μέρος από τους κατοίκους της να μεταναστεύσει στο εσωτερικό του νησιού και να χτίσουν μια νέα πρωτεύουσα, τη σημερινή Παλαιά Χώρα. Τον 16ο αιώνα έγινε η μεγαλύτερη καταστροφή της από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος κατέλαβε την Αίγινα, που ήταν τότε Βενετική βάση και αιχμαλώτισε ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων. Το νησί έδινε την εντύπωση ότι ήταν έρημο. Όταν πια εξέλειπε ο κίνδυνος, άρχισαν δειλά-δειλά να επιστρέφουν οι κάτοικοι στην παραλία από το τέλος του 18ου αιώνα και να χτίζονται τα πρώτα χαρακτηριστικά σπίτια, του Μιχ. Μοίρα, του Βογιατζή, του Λογοθέτη, γνωστό και ως σπιτάρα, στο οποίο λειτούργησε το εθνικό τυπογραφείο, το εξαιρετικό διατηρητέο (κοντά στη ψαραγορά) κτήριο του προεστού Γεωργίου Λογιωτατίδη, του Καλούδη, του Κοντόσταυλου, το σπίτι του Βούλγαρη στην Περιβόλα, του Σπυρίδωνα Τρικούπη κοντά στην Αγία Ειρήνη και του Βαρβάκη στη Βάρδια. Το 1802 ανακαινίστηκε από το Σπυρίδωνα Μάρκελλο ένας ενετικός πύργος, ανάλογος με τους Μανιάτικους. Ο Σπύρος Μάρκελλος υπήρξε πρόκριτος, φιλικός, αγωνιστής και βουλευτής της Αίγινας. Εκλέχτηκε παραστάτης του νησιού στην Α΄ Εθνική Συνέλευση. Το 1824 διορίστηκε στα Δερβενοχώρια υπεύθυνος για τις καυστικές ύλες του αγώνα. Το 1828 έγινε μέλος της επιτροπής για την ίδρυση και συντήρηση των τοπικών σχολείων της Αίγινας, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Μοίρα. Την ίδια χρονιά διορίστηκε γενικός φροντιστής του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας με μισθό πεντακοσιάρχου.Συγχρόνως προμήθευε με τρόφιμα τους εργάτες,που έχτιζαν το Ορφανοτροφείο στην Αίγινα. Η αρχιτεκτονική μορφή του Πύργου δηλώνει ότι αυτός αποτελούσε μέρος οχυρωματικού έργου, που προστάτευε το λιμάνι. Πρόκειται για ένα επιβλητικό κτήριο δύο ορόφων με πολεμίστρες και εξώστες και με μια πέτρινη εξωτερική σκάλα, η οποία προστέθηκε αργότερα. Ο Πύργος περιστοιχιζόταν από τάφρο, που έφτανε ως τη θάλασσα. Μία ξύλινη κινητή γέφυρα –που την αφαιρούσαν το βράδυ– συνέδεε το δεύτερο πάτωμα του Πύργου με το έδαφος. Στις τέσσερις γωνίες υπήρχαν στρογγυλοί πυργίσκοι (κλουβιά) στους οποίους χωρούσαν 2-3 πολεμιστές, για τον προστατεύουν σε περίπτωση επίθεσης από τους κουρσάρους. Στη διάρκεια του αγώνα έμειναν σε αυτόν οι: Ι. Κωλέττης, Φαβιέρος, Μέξης, Church, Γ. Κουντουριώτη και επί Καποδίστρια πολλοί υπουργοί του.Στέγασε για λίγο το Ταμείο του Ελληνικού κράτους και για ένα διάστημα τον Προσωρινό Διοικητή της Αίγινας, τον Ψαριανό Ανδρέα Γιαννίτση. Αυτός χρησιμοποιήθηκε ως έδρα της προσωρινής κυβέρνησης από το 1826 και για τέσσερα χρόνια.
Η Αίγινα κατά τη διάρκεια του αγώνα δέχτηκε πολλούς πρόσφυγες Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Μικρασιάτες, Μακεδόνες, Κυδωνιάτες, Αθηναίους και μετά την καταστροφή των Ψαρών πολλούς Ψαριανούς. Ο πληθυσμό της έφθανε τις 10.000. Οι τελευταίοι είχαν στην περιοχή της Βάρδιας τη δική τους συνοικία. Αργότερα μετοίκησαν στην περιοχή της Καραντίνας, όπου είχε και ο Κανάρης το δικό του σπίτι. Λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα εγκαθίστανται στην Αίγινα πολλοί εύποροι και σημαντικές προσωπικότητες όπως: ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Αλ. Μαυροκορδάτος και ο Φίνλεϊ έμεναν στο σημερινό «Κόκκινο Κάστρο», ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο Κοντόσταυλος, ο Γεω. Γεννάδιος. Ο Μουστοξύδης γράφει στο φίλο του Παπαδόπολη: «έχω μια κατοικία, που δε θα έκανε άσχημη εντύπωση ούτε στη Βενετία.»

Αυτή λοιπόν την εικόνα της Αίγινας αντίκρισε ο Καποδίστριας. Αποβιβάζεται, λοιπόν, ο Κυβερνήτης. Μέρα χαράς για όλους. Ο Κασομούλης περιγράφει την άφιξη. Στη σύντομη διαδρομή του από το λιμάνι προς την εκκλησία πολίτες και στρατιώτες, πρόσφυγες, γέροι κατάκοποι, χήρες και ορφανά, που ήταν ξυπόλυτα, πεινασμένα και γεμάτα ψείρες τον επευφημούσαν, τον έβλεπαν ως Μεσσία και απελευθερωτή και οι κραυγές τους ενώνονταν με τους κανονιοβολισμούς και το πλήθος, που κρατούσε κλαδιά ελιάς και δάφνης φώναζε και έκλαιγε από χαρά και ελπίδα. Ο κυβερνήτης συγκλονίζεται από τη θέα της δυστυχίας.
Στη Μητρόπολη τον υποδέχονται οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Εκεί ψάλθηκε η κατανυχτική δοξολογία. Από τη σκάλα στα αριστερά του ναού ο Θεόφιλος Καΐρης προσφώνησε τον Καποδίστρια. Στην αρχή παρουσίασε τα προσόντα του, μετά αναφέρθηκε στη δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι Έλληνες λόγω της διχόνοιας. Αυτό δεν άρεσε στο Γ. Μαυρομιχάλη, που ανεβαίνει τη σκάλα και τραβάει τον ομιλητή . Δημιουργήθηκε τότε κάποια αναστάτωση, αλλά ο Καποδίστριας επέτρεψε στον ομιλητή να συνεχίσει. Μετά τη δοξολογία